- νοικοκυρόπαιδο
- derli toplu çocuk
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
νοικοκυρόπαιδο — το 1. παιδί από νοικοκυρόσπιτο 2. τακτικό και φρόνιμο παιδί, νοικοκυρεμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοικοκύρης + παιδί] … Dictionary of Greek
νοικοκυρόπαιδο — το 1. παιδί από νοικοκυρόσπιτο. 2. ταχτικό, συνετό παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)